ηφαιστειολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηφαιστειολόγος < ηφαίστει(ο) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηφαιστειολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, γεωλογία) επιστήμονας που ειδικεύεται στην ηφαιστειολογία
- ※ [...] Μάλιστα, δύο ελληνικά ηφαίστεια, της Σαντορίνης και της Κω, βρίσκονται ανάμεσα σε αυτά που μπορεί να αποτελέσουν απειλή στο μέλλον. Τη σχετική προειδοποίηση απηύθυναν κορυφαίοι ηφαιστειολόγοι, οι οποίοι υπογράμμισαν ότι μια πολύ ισχυρή και καταστροφική έκρηξη ηφαιστείου «δεν είναι αδιανόητη». (* tovima.gr/science)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ηφαιστειολογία
- ηφαιστειολογικός
- → δείτε τις λέξεις ηφαίστειο, Ήφαιστος και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηφαιστειολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)