ηχηροποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηχηροποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ηχηροποιώ
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ηχηροποιημένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί ηχηροποίηση