ηχοβολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηχοβολισμός αρσενικό
- (ωκεανογραφία) (υδρογραφία) η χρήση ηχητικών κυμάτων στη μέτρηση του βάθους (των θαλασσών κ.λπ.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηχοβολισμός
|