ηχοβόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ηχογόνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχοβόλος η ηχοβόλα το ηχοβόλο
      γενική του ηχοβόλου της ηχοβόλας του ηχοβόλου
    αιτιατική τον ηχοβόλο την ηχοβόλα το ηχοβόλο
     κλητική ηχοβόλε ηχοβόλα ηχοβόλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχοβόλοι οι ηχοβόλες τα ηχοβόλα
      γενική των ηχοβόλων των ηχοβόλων των ηχοβόλων
    αιτιατική τους ηχοβόλους τις ηχοβόλες τα ηχοβόλα
     κλητική ηχοβόλοι ηχοβόλες ηχοβόλα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηχοβόλος < ηχο- + -βόλος

Επίθετο[επεξεργασία]

ηχοβόλος

  • που παράγει ή εκπέμπει ήχο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]