Μετάβαση στο περιεχόμενο

ηχομόνωση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχομόνωση οι ηχομονώσεις
      γενική της ηχομόνωσης των ηχομονώσεων
    αιτιατική την ηχομόνωση τις ηχομονώσεις
     κλητική ηχομόνωση ηχομονώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηχομόνωση < ηχο- + μόνωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sound isolation

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.xoˈmo.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηχομόνωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηχομόνωση θηλυκό

  1. η ηχητική απομόνωση ενός χώρου
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των υλικών που εξασφαλίζουν την ηχητική απομόνωση ενός χώρου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]