ηχομόνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηχομόνωση | οι | ηχομονώσεις |
γενική | της | ηχομόνωσης | των | ηχομονώσεων |
αιτιατική | την | ηχομόνωση | τις | ηχομονώσεις |
κλητική | ηχομόνωση | ηχομονώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηχομόνωση < ηχο- + μόνωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sound isolation
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.xoˈmo.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐χο‐μό‐νω‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηχομόνωση θηλυκό
- η ηχητική απομόνωση ενός χώρου
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των υλικών που εξασφαλίζουν την ηχητική απομόνωση ενός χώρου
[επεξεργασία]
- ηχομονωτικός
- → δείτε τις λέξεις ήχος, μόνωση, μονώνω και μόνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηχομόνωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηχο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)