ηχοτοπίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηχοτοπίο τα ηχοτοπία
      γενική του ηχοτοπίου των ηχοτοπίων
    αιτιατική το ηχοτοπίο τα ηχοτοπία
     κλητική ηχοτοπίο ηχοτοπία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

το ηχοτοπίο (el) ουδέτερο, ενικός ή μόνο ενικός
τα ηχοτοπία (el) πληθυντικός

  1. ήχος στο οποίο δεν δίνουμε έμφαση σε συγκεκριμένη μελωδία ή θόρυβο αλλά συνολικά
  2. ατμόσφαιρα, ήχος ambient, ήχος new age
  3. σύνθεση σε πλήκτρα ή με άλλο όργανο βοηθητικού χαρακτήρα
  4. σύνθεση μη μέλους της μπάντας που έχει υποτιμηθεί μέσω ευφημισμού για λόγους δικαιωμάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]