η ισχύς εν τη ενώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
η ισχύς εν τη ενώσει < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἡ ἰσχύς, ἐν, τῇ ἑνώσει (δοτική ενικού του ἕνωσις) → δείτε τις λέξεις ισχύς, εν και ένωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
η ισχύς εν τη ενώσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η ισχύς εν τη ενώσει
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)