Μετάβαση στο περιεχόμενο

η ισχύς εν τη ενώσει

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

η ισχύς εν τη ενώσει < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰσχύς, ἐν, τῇ ἑνώσει (δοτική ενικού του ἕνωσις)  δείτε τις λέξεις ισχύς, εν και ένωση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i iˈsçis. en‿ti‿eˈno.si/

Έκφραση

[επεξεργασία]

η ισχύς εν τη ενώσει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]