θάλαμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θάλαμος οι θάλαμοι
      γενική του θαλάμου
θάλαμου
των θαλάμων
    αιτιατική τον θάλαμο τους θαλάμους
     κλητική θάλαμε θάλαμοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θάλαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θάλαμος [1]
κλειστός χώρος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chambre
όρος ανατομίας < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική thalamus < λατινική thalamus < αρχαία ελληνική θάλαμος
Θάλαμος ύπνου σε κατασκήνωση.
Τηλεφωνικός θάλαμος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθa.la.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θά‐λα‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θάλαμος αρσενικό

  1. το δωμάτιο που προορίζεται συνήθως για τη διαμονή πολλών ατόμων
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των ατόμων που διαμένουν σε θάλαμο (1)
  3. ο κλειστός εσωτερικός χώρος που προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση
    θάλαμος ανελκυστήρα
  4. το αυτόνομο κλειστό και μικρό, συνήθως, κτίσμα για ορισμένη χρήση
    τηλεφωνικός θάλαμος
  5. (ανατομία) ο χώρος του ματιού με υδατοειδές υγρό· βρίσκεται ανάμεσα στον κερατοειδή και την ίριδα και ανάμεσα στην ίριδα και το φακό
  6. (ανατομία) συμμετρικός με άλλους χώρος του εγκεφάλου που περιέχει φαιά νευρική ουσία
  7. (βοτανική) το άκρο του μίσχου όπου φύονται τα μόρια του άνθους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θάλαμος οἱ θάλαμοι
      γενική τοῦ θαλάμου τῶν θαλάμων
      δοτική τῷ θαλάμ τοῖς θαλάμοις
    αιτιατική τὸν θάλαμον τοὺς θαλάμους
     κλητική ! θάλαμε θάλαμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θαλάμω
γεν-δοτ τοῖν  θαλάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θάλαμος < άγνωστης ετυμολογίας, κατάληξη -αμος[1] συγγενές του θόλος και ίσως του ὀφθαλμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θάλαμος αρσενικό

  1. το εσωτερικό τμήμα του σπιτιού και ιδιαίτερα ο γυναικωνίτης
  2. το υπνοδωμάτιο, το δωμάτιο των νιόπαντρων, το δωμάτιο της νύφης αλλά και του ανύπαντρου αγοριού
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 141 (στίχοι 141-142)
    αὐτίκα δ᾽ ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν | ὁρμᾶτ᾽ ἐκ θαλάμοιο τέρεν κατὰ δάκρυ χέουσα,
    Κι ευθύς από τον θάλαμον μ᾽ ένα λευκό μαγνάδι | η Ελένη εχύθη και θερμά τα δάκρυα της κυλούσαν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. αποθήκη για πολύτιμα είδη
  4. παλάτι, μεγάλος χώρος, κατοικία θεών, μέγαρο, ίσως απλώς μεγάλο δωμάτιο σε σύγκριση με των κοινών θνητών και όχι οικία
    πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμοις
    βασιλικοί θάλαμοι
  5. ο Άδης, ο τάφος, ο κλειστός χώρος ενός άλλου κόσμου
    ὁ παγκοίτας θάλαμος
    θάλαμοι ὑπὸ γῆς, θάλαμος Περσεφονείας
  6. άδυτο ιερού (ελληνιστική έννοια)
  7. αμπάρι πλοίου (επισης ελληνιστικό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

θάλαμος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: θάλαμος
λατινικά: thalamus
αγγλικά: thalamus
νέα ελληνικά: θάλαμος
ισπανικά: tálamo
ιταλικά: talamo

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ποταμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]