θάφτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θάφτω < θάπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

θάφτω

  • → δείτε τη λέξη θάβω