θέσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέσει < δοτική του ουσιαστικού θέσις

Επίρρημα[επεξεργασία]

θέσει

  1. από τη θέση του, λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται
  2. (γραμματική) που είναι μακρό ή βραχύ λόγω της θέσης του (π.χ. βρίσκεται στη λήγουσα ή ακολουθούν δύο σύμφωνα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θέτω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θέτω
  3. θα θέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θέτω