θέσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θέσει < δοτική του ουσιαστικού θέσις
Επίρρημα[επεξεργασία]
θέσει
- από τη θέση του, λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται
- (γραμματική) που είναι μακρό ή βραχύ λόγω της θέσης του (π.χ. βρίσκεται στη λήγουσα ή ακολουθούν δύο σύμφωνα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θέσει
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θέτω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θέτω
- θα θέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θέτω