θέσμιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θέσμιση οι θεσμίσεις
      γενική της θέσμισης* των θεσμίσεων
    αιτιατική τη θέσμιση τις θεσμίσεις
     κλητική θέσμιση θεσμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεσμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέσμιση < θεσμίζω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θέσμιση θηλυκό

  • (λόγιο) η δημιουργία θεσμών
    Στη βάση αυτή η κοινωνική-ιστορική θέσμιση είναι αποτέλεσμα του ανθρωπίνου πράττειν, οπότε το ερώτημα που εγείρεται είναι: Πού στηρίζεται αυτό το πράττειν; Σε αυτό το βασικό ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας εισάγοντας μια νέα οντολογία με κύριο άξονα τη φαντασία, το ριζικό φαντασιακό, το οποίο είναι στη βάση κάθε ανθρώπινης δημιουργίας -από το άτομο και την ψυχή έως την κοινωνία και την Ιστορία.(*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]