θέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέω < αρχαία ελληνική θέω

Ρήμα[επεξεργασία]

θέω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Νικόλαος Γ. Πεταλάς, Ιδιωτικόν της Θηραϊκής γλώσσης, Αθήνα, τύποις Νικήτα Γ. Πάσσαρη, 1876, σελ. 4 [1]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέω < θεϝ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰew- (τρέχω, ρέω)

Ρήμα[επεξεργασία]

θέω

  • (αμετάβατο) τρέχω
    ※  7ος - 6ος αι. πκε, Ομηρικοί ύμνοι, Εις Αφροδίτην Ομηρικοί Ύμνοι/X. Εις Αφροδίτην
    Κυπρογενῆ Κυθέρειαν ἀείσομαι, ἥ τε βροτοῖσιν | μείλιχα δῶρα δίδωσιν· ἐφ᾿ ἱμερτῶι δὲ προσώπωι | αἰεὶ μειδιάει, καὶ ἐφ᾿ ἱμερτὸν θέει ἄνθος.
    Στην Κυθειρία, την κυπρογεννημένη (ΣτΜ εννοεί την Αφροδίτη) θα τραγουδήσω, που γλυκά δώρα φέρνει στους θνητούς, με το γοητευτικό της πρόσωπο πάντα χαμογελάει, και η γοητεία τρέχει πάνω της σα λουλούδι

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]