θήγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θήγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰāg-u-
Ρήμα
[επεξεργασία]θήγω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- «ἔθος ἐστί τοῖς συσίν δρυί τούς ὀδόντα θήγειν» Αισώπου Μύθοι «Συς και αλώπηξ».