θαλάμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλάμη οι θαλάμες
      γενική της θαλάμης των θαλαμών
    αιτιατική τη θαλάμη τις θαλάμες
     κλητική θαλάμη θαλάμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλάμη < αρχαία ελληνική θαλάμη (σήμαινε σπηλιά, κοιλιά, φωλιά, κοίτη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαλάμη θηλυκό

  1. φωλιά υδρόβιων ζώων
    ταυτόσημα: θαλάμι
  2. τμήμα της κάννης του όπλου, όπου τοποθετείται το βλήμα
  3. (ανατομία) κοιλότητα, κοίλωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλάμη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαλάμη θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]