θαλάσσερμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλάσσερμα τα θαλασσέρματα
      γενική του θαλασσέρματος των θαλασσερμάτων
    αιτιατική το θαλάσσερμα τα θαλασσέρματα
     κλητική θαλάσσερμα θαλασσέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλάσσερμα < σύνθετη από τις θάλασσα + έρμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαλάσσερμα ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) θαλασσινό νερό που γεμίζει δεξαμενές ενός πλοίου ή υποβρυχίου προκειμένου να επιτευχθεί η σταθερότητα του πλοίου ή η κατάδυση του υποβρυχίου.
  2. η δεξαμενή την οποία γεμίζει το προαναφερθέν νερό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]