θαλαμηγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλαμηγός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θαλαμηγός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλαμηγός θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλαμηγός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
θαλαμηγός, -ός, -όν (ελληνιστική κοινή)
- (για πλοίο) αυτό που έχει θαλάμους
- ※ 1ος↑↓ αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 16 @perseus.tufts.edu @wikisource
- διέχει δὲ τετράσχοινον τῆς Ἀλεξανδρείας ἡ Σχεδία, κατοικία πόλεως, ἐν ᾗ τὸ ναύσταθμον τῶν θαλαμηγῶν πλοίων, ἐφʼ οἷς οἱ ἡγεμόνες εἰς τὴν ἄνω χώραν ἀναπλέουσιν·
- ※ 1ος↑ αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 1, 85.2 @scaife.perseus
- τῶν δʼ ἱερέων οἷς ἐστιν ἐπιμελὲς ἄγουσι τὸν μόσχον τὸ μὲν πρῶτον εἰς Νείλου πόλιν, ἐν ᾗ τρέφουσιν αὐτὸν ἐφʼ ἡμέρας τετταράκοντα, ἔπειτʼ εἰς θαλαμηγὸν ναῦν οἴκημα κεχρυσωμένον ἔχουσαν ἐμβιβάσαντες ὡς θεὸν ἀνάγουσιν εἰς Μέμφιν εἰς τὸ τοῦ Ἡφαίστου τέμενος.
- ※ 1ος↑↓ αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 16 @perseus.tufts.edu @wikisource
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλαμηγός αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- Αιγυπτιακό πολυτελές πλοίο, ένα είδος γόνδολας
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5.38, @scaife.perseus.
- ‘κατεσκεύασεν δ’ ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον, τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην, τὸ μῆκος ἔχουσαν ἡμισταδίου, τὸ δὲ εὖρος ᾗ πλατύτατον λʹ πηχῶν· τὸ δὲ ὕψος σὺν τῷ τῆς σκηνῆς ἀναστήματι μικρὸν ἀπέδει τεσσαράκοντα πηχῶν.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5.38, @scaife.perseus.
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θάλαμος
Πηγές[επεξεργασία]
- θαλαμηγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'οδός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Στράβωνα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Διόδωρο Σικελιώτη (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)