θαλαμοντόγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλαμοντόγκ < θάλαμ(ος) + -ο- + αγγλική dog

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαλαμοντόγκ ουδέτερο άκλιτο