Μετάβαση στο περιεχόμενο

θαλασσοπνίγομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θαλασσοπνίγομαι < λείπει η ετυμολογία

θαλασσοπνίγομαι

  1. κινδυνεύω να πνιγώ στη θάλασσα
  2. ζω για χρόνια στη θάλασσα δουλεύοντας ως ναυτικός και αντιμετωπίζω όλες τις δυσκολίες αυτού του επαγγέλματος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]