θαλασσοπνίγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλασσοπνίγομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

θαλασσοπνίγομαι

  1. κινδυνεύω να πνιγώ στη θάλασσα
  2. ζω για χρόνια στη θάλασσα δουλεύοντας ως ναυτικός και αντιμετωπίζω όλες τις δυσκολίες αυτού του επαγγέλματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]