θαλασσόβραχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαλασσόβραχος οι θαλασσόβραχοι
      γενική του θαλασσόβραχου των θαλασσόβραχων
    αιτιατική τον θαλασσόβραχο τους θαλασσόβραχους
     κλητική θαλασσόβραχε θαλασσόβραχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλασσόβραχος < θάλασσ(α) + -ό- + βράχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαλασσόβραχος αρσενικό

  • βράχος της θάλασσας
    ※  Είτανε «της Παναγιάς τα ράχτα», ο πελώριος θαλασσόβραχος που φυλάει απάνεμο το ψαραδολίμανο. Είχε κ'ένα εκκλησάκι στην κορφή του, ένα εκκλησάκι της Παναγιάς. «Της Παναγιάς της Ψαραδούλας» (Στρατής Μυριβήλης, Το γαλάζιο βιβλίο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1958, σελ. 158)
    ※  Ήτανε γέρος ως εβδομήντα χρονών, μα το κορμί του στεκότανε ίσιο. Εγώ ήμουνα τότε ως τεσσάρω – πέντε χρονών, αλλά με σήκωνε από μωρό και με κουνούσε. Τον θυμάμαι όμως και τότε που έγινα έξι – εφτά χρονών. Μ’ όλο που ήτανε γερός σαν θαλασσόβραχος, ωστόσο έσερνε τα ποδάρια του, γιατί είχε ποδάγρα. Παρακάτω θα σας πω πώς παραλύσανε τα ποδάρια του. (Φώτης Κόντογλου, Ο καπετάν Ρόγκος, από το βιβλίο Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, 1962)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]