θαλπιάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλπιάω < θάλπω

Ρήμα[επεξεργασία]

θαλπιάω-θαλπιῶ

  • είμαι ή γίνομαι πολύ ζεστός, καυτός