θαμβαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαμβαίνω < θάμβος

Ρήμα[επεξεργασία]

θαμβαίνω (και θαμβέω-θαμβῶ)

  1. μένω έκθαμβος, έκπληκτος
  2. (ελληνιστική Κοινή): προκαλώ εντύπωση, αφήνω άλλον κατάπληκτο, έκθαμβο