θανατερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θανατερά < θανατερός
Επίρρημα[επεξεργασία]
θανατερά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θανατερά
→ δείτε τη λέξη θανάσιμα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θανατερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θανατερό