θανατοτουρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θανατοτουρισμός οι θανατοτουρισμοί
      γενική του θανατοτουρισμού των θανατοτουρισμών
    αιτιατική τον θανατοτουρισμό τους θανατοτουρισμούς
     κλητική θανατοτουρισμέ θανατοτουρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θανατοτουρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thanatourism. Μορφολογικά αναλύεται σε θάνατ(ος) + -ο- + τουρισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θανατοτουρισμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]