θαπατέρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαπατέρας οι θαπατέρες
      γενική του θαπατέρα των θαπατέρων
    αιτιατική τον θαπατέρα τους θαπατέρες
     κλητική θαπατέρα θαπατέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαπατέρας (νεολογισμός) < θα + πατέρας
λεξιπλασία του Τζίμη Πανούση (μαρτυρείται από το 2010)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαπατέρας αρσενικό

  • (προφορικό) πολιτικός που δίνει υποσχέσεις αφειδώς ή αόριστες, ακολουθώντας την πρακτική του, επίσης πολιτικού, πατέρα του
    ※  Δηλαδή, αυτός ο Παπατζής ο 3ος, όπως είναι το κανονικό του όνομα, ο Θαπατέρας, όπως τον λένε οι Ισπανοί, μας κορόιδεψε χοντρά
    Τζίμης Πανούσης, συνέντευξη στον Φιλελεύθερο της Κύπρου: philenews.com «Τζίμης Πανούσης: Η σάτιρα έχει προφητικές ιδιότητες»], τελευταία ενημέρωση: 15 Ιανουαρίου 2018· πρόσβαση: 2019-07-19.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]