θαυμασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θαυμασμός < (ελληνιστική κοινή) θαυμασμός < αρχαία ελληνική θαυμάζω < θαῦμα < θάομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θav.maˈzmos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαυμασμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θαυμάζω
- συναίσθημα έκφρασης εκτίμησης, αναγνώρισης και επιδοκιμασίας προς κάτι που αναγνωρίζουμε ως θετικό και θαυμάζουμε
- (θετική) έκπληξη, κατάπληξη, απορία, ξάφνιασμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαυμασμός