θαψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θαψία θηλυκό

  • άλλη μορφή της λέξης θάψος (φυτό και χρώμα, κιτρινο)
    Σημείωση: στα τελευταία ελληνιστικά χρόνια φαίνεται πως άρχισαν να ονομάζουν 'θαψία' και άλλο φυτό (το Thapsia garganica ή αγλήγορα), που το χρησιμοποιούσαν με ειδική επεξεργσία και σε μικρές ποσότητες στη βοτανοθεραπεία με μεγάλη προσοχή επειδή το παρασκεύασμα ήταν δηλητηριώδες