θεάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ρήμα[επεξεργασία]

θεάομαι ( & ιωνικός τύποςθηέομαι)

  1. βλέπω με θαυμασμό
  2. παρατηρώ
  3. είμαι θεατής στο θέατρο
  4. επιθεωρώ