θεάομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
θεάομαι ( & ιωνικός τύπος θηέομαι)
- βλέπω με θαυμασμό
- παρατηρώ
- είμαι θεατής στο θέατρο
- επιθεωρώ
θεάομαι ( & ιωνικός τύπος θηέομαι)