θείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θείο | ||
γενική | του | θείου | ||
αιτιατική | το | θείο | ||
κλητική | θείο | |||
Και θείον. | ||||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θείο < αρχαία ελληνική θεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- θείο ουδέτερο
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 16 και χημικό σύμβολο S
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
θείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θείο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θείο
- θείος, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του θείος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)