θείος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θείος < (λόγιο) αρχαία ελληνική θεῖος[1] < θεός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θείος | οι | θείοι |
γενική | του | θείου | των | θείων |
αιτιατική | τον | θείο | τους | θείους |
κλητική | θείε | θείοι | ||
Δείτε και το μονοσύλλαβο θειος. | ||||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
θείος αρσενικό (θηλυκό θεία)
- (οικογένεια) ο αδελφός του πατέρα ή της μητέρας
- (οικογένεια) ο εξάδελφος του πατέρα ή της μητέρας
- (οικογένεια) ο αδελφός του παππού ή της γιαγιάς
- (γενικότερα) κάθε ανιών συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, εκτός από τους γονείς και τους παππούδες
- στενός οικογενειακός φίλος των γονιών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ο θείος (οικογένεια)
Επίθετο[επεξεργασία]
θείος, θεία, θείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θείος (θεϊκός)
|
[επεξεργασία]
- ↑ «θείος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «ωραίος»