θεαματικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]θεαματικός, -ή, -ό
- που εντυπωσιάζει όταν τον βλέπεις, που προσφέρει ωραίο θέαμα
- ο επιθετικός με μια θεαματική ατομική προσπάθεια προσπέρασε τρεις αμυντικούς και έβαλε γκολ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεαματικός