θεαματοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεαματοποίηση οι θεαματοποιήσεις
      γενική της θεαματοποίησης των θεαματοποιήσεων
    αιτιατική τη θεαματοποίηση τις θεαματοποιήσεις
     κλητική θεαματοποίηση θεαματοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεαματοποίηση < θέαμα (θεάματος) + -ποίηση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.a.ma.toˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐α‐μα‐το‐ποί‐η‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεαματοποίηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η μετατροπή ενός γεγονότος σε θέαμα
    ※ Πρόκειται για μία βαθμιαία θεαματοποίηση της πολιτικής ζωής, στο πλαίσιο της οποίας το θέαμα και ο στιγμιαίος χαρακτήρας του συσκοτίζουν πλήρως τα όσα συμβαίνουν πίσω από τη σκηνή. Το ευρύ κοινό απομακρύνεται έτσι από την προϊούσα πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και, στην αδυναμία του να μπορεί να την ερμηνεύσει, στρέφεται προς την αναζήτηση μίας ταυτότητας η οποία έχει ναρκισσιστικό χαρακτήρα και ενισχύει το ατομικό έναντι του συλλογικού. (Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος, Περί «νοσηρής δημοκρατίας», Η Ναυτεμπορική, 5 Οκτωβρίου 2020)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr