θεανθρωπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεανθρωπισμός < θεάνθρωπος + -ισμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θe.an.θɾo.piˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεανθρωπισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η ιδιότητα του Χριστού να είναι θεάνθρωπος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεανθρωπισμός
|