θειαμίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θειαμίνη οι θειαμίνες
      γενική της θειαμίνης των θειαμινών
    αιτιατική τη θειαμίνη τις θειαμίνες
     κλητική θειαμίνη θειαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θειαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thiamine < thio- (< αρχαία ελληνική θεῖον, ουδέτερο του θεῖος < θεός) +‎ amine (< ammonia < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θειαμίνη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]