θειικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θειικός η θειική το θειικό
      γενική του θειικού της θειικής του θειικού
    αιτιατική τον θειικό τη θειική το θειικό
     κλητική θειικέ θειική θειικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θειικοί οι θειικές τα θειικά
      γενική των θειικών των θειικών των θειικών
    αιτιατική τους θειικούς τις θειικές τα θειικά
     κλητική θειικοί θειικές θειικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θειικός < θείον

Επίθετο[επεξεργασία]

θειικός -ή -ό

το θειικό οξύ (βιτριόλι) είναι εξαιρετικά καυστικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]