θεληματάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεληματάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεληματάρης, θέλημα θεληματ- + -άρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεληματάρης αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- θεληματίας (που έχει θέληση)
- θεληματικός
- → και δείτε τις λέξεις θέληση και θέλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεληματάρης
|
[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεληματάρης < θέλημα(τ)- + -άρης < ελληνιστικό -άριος < λατινικό -arius[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεληματάρης αρσενικό (πληθυντικός: οι θεληματάροι)
- αυτός που κάνει θελήματα (πληρωμένος ή μη)
- πεισματάρης, αυτός που κάνει του κεφαλιού του (όπως συμπεριφέρονταν οι μισθοφόροι θεληματάριοι)
- ※ «αὐτοὶ οἱ Φράγκοι, ὅπου θωρεῖς, πολλὰ εἶν’ θεληματάροι, ὁμαίως κι ἐλαφροκέφαλοι, εἴ τι τοὺς δόξῃ, κάμνου» (Χρονικόν του Μορέως, 14ος αιώνας, H 604)
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ -άρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση
- Λέξεις με επίθημα -άρης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)