θεληματίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεληματίας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεληματίας αρσενικό
- αυτός που έχει ισχυρή θέληση
- (σπανιότερα) θεληματάρης, (θεληματζής, θεληματατζής)· αυτός που κάνει θελήματα (πληρωμένος ή μη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεληματίας
|