θεματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεματολογία θηλυκό
- σύνολο θεμάτων (αντικειμένων) που αντιμετωπίζονται σε ένα έργο, συζήτηση κλπ
- συλλογή μικρών κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που συγκροτείται για διδακτικούς σκοπούς, κυρίως για την προετοιμασία υποψηφίων για τις εξετάσεις σε αδίδακτο κείμενο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεματολογία