θεμελιωδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

θεμελιωδώς (el)

  • συθέμελα, εκ βάθρων[1], ριζικά, από τα θεμέλια