θεμελιωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεμελιωμένος η θεμελιωμένη το θεμελιωμένο
      γενική του θεμελιωμένου της θεμελιωμένης του θεμελιωμένου
    αιτιατική τον θεμελιωμένο τη θεμελιωμένη το θεμελιωμένο
     κλητική θεμελιωμένε θεμελιωμένη θεμελιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεμελιωμένοι οι θεμελιωμένες τα θεμελιωμένα
      γενική των θεμελιωμένων των θεμελιωμένων των θεμελιωμένων
    αιτιατική τους θεμελιωμένους τις θεμελιωμένες τα θεμελιωμένα
     κλητική θεμελιωμένοι θεμελιωμένες θεμελιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεμελιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θεμελιώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

θεμελιωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θεμελιώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]