θεμελιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | θεμελιώδης | θεμελιώδης | θεμελιώδες |
γενική | θεμελιώδους | θεμελιώδους | θεμελιώδους |
αιτιατική | θεμελιώδη | θεμελιώδη | θεμελιώδες |
κλητική | θεμελιώδη(ς) | θεμελιώδης | θεμελιώδες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | θεμελιώδεις | θεμελιώδεις | θεμελιώδη |
γενική | θεμελιωδών | θεμελιωδών | θεμελιωδών |
αιτιατική | θεμελιώδεις | θεμελιώδεις | θεμελιώδη |
κλητική | θεμελιώδεις | θεμελιώδεις | θεμελιώδη |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θɛ.mɛ.liˈɔ.dis/
Επίθετο[επεξεργασία]
θεμελιώδης, -ης -ες
- σχετικός με τα θεμέλια
- πρωταρχικής σημασίας
- (μουσική, ακουστική) ο πρώτος αρμονικός τόνος, η θεμελιώδης συχνότητα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θεμελιώδες θεώρημα (μαθηματικά
- θεμελιώδης συχνότητα (ακουστική)
[επεξεργασία]
- θεμελιακός
- θεμέλιος
- → και δείτε τη λέξη θεμέλιο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεμελιώδης