θεοβλαβέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοβλαβέω < παρασύνθετο του θεοβλαβής
Ρήμα[επεξεργασία]
θεοβλαβέω - θεοβλαβῶ (συνηρημένο)
- είμαι θεοβλαβής
- κατ' επέκταση: ενεργώ ως ασεβής
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ρήμα θεοβλαβέω - θεοβλαβῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα στον Αισχύλο (Πέρσαι 831), οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι.