θεογένητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεογένητος < (ελληνιστική κοινή) θεογένητος < αρχαία ελληνική θεός + γίγνομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
θεογένητος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεογένητος
|