θεοδόσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Θεοδόσιος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεοδόσιος τὸ θεοδόσιον
      γενική τοῦ/τῆς θεοδοσίου τοῦ θεοδοσίου
      δοτική τῷ/τῇ θεοδοσί τῷ θεοδοσί
    αιτιατική τὸν/τὴν θεοδόσιον τὸ θεοδόσιον
     κλητική ! θεοδόσιε θεοδόσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεοδόσιοι τὰ θεοδόσι
      γενική τῶν θεοδοσίων τῶν θεοδοσίων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοδοσίοις τοῖς θεοδοσίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοδοσίους τὰ θεοδόσι
     κλητική ! θεοδόσιοι θεοδόσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοδοσίω τὼ θεοδοσίω
      γεν-δοτ τοῖν θεοδοσίοιν τοῖν θεοδοσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοδόσιος < αρχαία ελληνική θεός + δίδωμι

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοδόσιος, -ος, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]