θεοκλυτέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοκλυτέω παρασύνθετο του θεόκλυτος
Ρήμα[επεξεργασία]
θεοκλυτέω - θεοκλυτῶ (συνηρημένο)
- επικαλούμαι τη βοήθεια θεού, ή θεών
- εύχομαι σε θεό, ή θεούς
- στην παθητική φωνή: είμαι θεόπνευστος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ρήμα θεοκλυτέω - θεοκλυτῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα και μέλλοντα από τον Αισχύλο (Πέρσαι 500), οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι.