θεοκλυτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοκλυτέω παρασύνθετο του θεόκλυτος

Ρήμα[επεξεργασία]

θεοκλυτέω - θεοκλυτῶ (συνηρημένο)

  1. επικαλούμαι τη βοήθεια θεού, ή θεών
  2. εύχομαι σε θεό, ή θεούς
  3. στην παθητική φωνή: είμαι θεόπνευστος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. θεοποιῶ
  2. θεόω
  3. θειάζω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα θεοκλυτέω - θεοκλυτῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα και μέλλοντα από τον Αισχύλο (Πέρσαι 500), οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι.