θεοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοκρατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική théocratique < αρχαία ελληνική θεοκρατία
Επίθετο[επεξεργασία]
θεοκρατικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θεοκρατία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεοκρατικός