θεοκρισία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοκρισία οι θεοκρισίες
      γενική της θεοκρισίας των θεοκρισιών
    αιτιατική τη θεοκρισία τις θεοκρισίες
     κλητική θεοκρισία θεοκρισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοκρισία < θεός+κρίση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεοκρισία θηλυκό

  1. (Χριστιανισμός) η τελική κρίση στην ημέρα της κρίσης
  2. τελετουργία στα αρχαία χρόνια με την οποία φαινόταν αν κάποιος έλεγε την αλήθεια σε μία δίκη ή αντιδικεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]