θεολογεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θεολογεῖον | τὰ | θεολογεῖᾰ |
γενική | τοῦ | θεολογείου | τῶν | θεολογείων |
δοτική | τῷ | θεολογείῳ | τοῖς | θεολογείοις |
αιτιατική | τὸ | θεολογεῖον | τὰ | θεολογεῖᾰ |
κλητική ὦ! | θεολογεῖον | θεολογεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεολογείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θεολογείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεολογεῖον < θεολογ(έω) + -εῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεολογεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές[επεξεργασία]
- θεολογεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εῖον (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θέατρο (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)