θεομίσητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεομίσητος η θεομίσητη το θεομίσητο
      γενική του θεομίσητου της θεομίσητης του θεομίσητου
    αιτιατική τον θεομίσητο τη θεομίσητη το θεομίσητο
     κλητική θεομίσητε θεομίσητη θεομίσητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεομίσητοι οι θεομίσητες τα θεομίσητα
      γενική των θεομίσητων των θεομίσητων των θεομίσητων
    αιτιατική τους θεομίσητους τις θεομίσητες τα θεομίσητα
     κλητική θεομίσητοι θεομίσητες θεομίσητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεομίσητος < θεο- + μισητός

Επίθετο[επεξεργασία]

θεομίσητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]