θεομαχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεομαχέω παρασύνθετο του θεομάχος (θεός + μάχομαι)

Ρήμα[επεξεργασία]

θεομαχέω - θεομαχῶ (συνηρημένο)

  1. μάχομαι θεό, ή θεούς
  2. είμαι ασεβής, βλάσφημος
κοὐ θεομαχήσω σῶν λόγων πεισθεὶς ὕπο (Ευριπίδης, Βάκχαι, 325)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. θεοβλαβῶ

Σύνθετα[επεξεργασία]