θεομητορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεομητορικός < Θεομήτωρ
Επίθετο[επεξεργασία]
θεομητορικός. -ή, -ό
- σχετικός με τη Θεομήτορα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεομητορικός
|